Abarth 500C
Μικρή ξεσκούφωτη βολίδα με μοναδικό στυλ
- -
- -
με μια ματιά
Η ανοιχτή έκδοση του 500 δεν γλίτωσε από το τσίμπημα του σκορπιού της Abarth. Το αποτέλεσμα είναι 140 ίπποι και σπορ κράτημα συνδυασμένα με το απαράμιλλο στυλ του 500C.
γλυκά
- Κράτημα
- Επιδόσεις
- Στυλ
- Εσωτερικό
- Εξοπλισμός
ξινά
- Ψηλή θέση οδήγησης
- Κραδασμοί πλαισίου
απόψεις
Ψυχωμένο, σπιρτόζικο και προπάντων ισορροπημένο. Η ιδιαίτερη cabriolet πρόταση και το γεμάτο καλάθι με πληθώρα από καλούδια ηλεκτρονικής κι αισθητικής φύσεως, σε προκαλούν να ξανασκεφτείς την περίπτωση του Abarth 500C. Όσο δύσκολα συνηθίζεις την ψηλή θέση οδήγησης, τόσο εύκολα μπαίνεις στο mode να το οδηγείς ένα κλικ πιο σβέλτα από ότι θα έκανες ακολουθώντας τους κανόνες της πολιτικά ορθής οδήγησης. Και ναι, στο συγκεκριμένο μοντέλο δεν μας απασχολεί η κατανάλωση.
Βασίλης Παπαδόπουλος
ABARTH Competizione
Πολύ πριν αρχίσει να ασχολείται με τη συνολική βελτίωση αυτοκινήτων, το πρώτο επίσημο προϊόν που εμπορεύτηκε ο Karl Abarth ήταν ένα αγωνιστικό κιβώτιο με επιλογέα στην κολόνα του τιμονιού για το Fiat Topolino, το 1949. Το κιβώτιο εκείνο βοηθούσε στις ακριβείς αλλαγές σχέσεων κάτω από αγωνιστικές συνθήκες. Στη σύγχρονη εποχή το αντίστοιχο κιβώτιο είναι ημιαυτόματο, 6 σχέσεων, με ηλεκτροϋδραυλικό μηχανισμό σύμπλεξης/αποσύμπλεξης ελεγχόμενο από μια κεντρική υπολογιστική μονάδα (Transmission Control Unit) και χειριστήρια (paddles) πίσω από το τιμόνι για χειροκίνητες αλλαγές σχέσεων. Το ABARTH Competizione προσφέρεται σαν στάνταρ στο Abarth 500C και εκτός από σειριακή προσφέρεται και με αυτόματη λειτουργία. Και στις δυο περιπτώσεις μπορεί να γίνει εμπλοκή της sport λειτουργίας που επεμβαίνει ανάλογα στην ταχύτητα εναλλαγής των σχέσεων.
Δεν νομίζω να διαφωνεί κανείς πως το θρυλικό ιταλικό στυλ στην περίπτωση του Fiat 500 απογειώνεται. Μια άκρως πετυχημένη αναβίωση που μόνο Ιταλοί σχεδιαστές θα μπορούσαν να κάνουν, ένα σχήμα που καταφέρνει και συνδυάζει στον ιδανικό βαθμό το ρετρό στυλ, τη δυναμικότητα και τη κομψότητα, ένα αυτοκίνητο που μπορεί να είναι σπορ και trendy την ίδια στιγμή. Και που όταν δέχτηκε το “δάγκωμα” του σκορπιού της Abarth, οι σπορ επεμβάσεις όχι μόνο δεν αφαίρεσαν κάτι από τη γοητεία του 500, αντίθετα το έκαναν ακόμη πιο θελκτικό, κλείνοντας το μάτι ακόμη και στο γυναικείο κοινό που αναζητά στυλ και επιδόσεις. Ειδικά στην ανοιχτή έκδοση 500C της δοκιμής.
Το C δίπλα στο 500 παραπέμπει στον όρο Cabrio, τουτέστιν στην ηλεκτρικά ανοιγόμενη μαλακή οροφή που κινείται πάνω στα τόξα του αμαξώματος, είναι διαθέσιμη σε 2 χρώματα (μαύρο και titanium grey), διαθέτει γυάλινο πίσω τζάμι και ταιριάζει αρμονικά με το υπόλοιπο αυτοκίνητο. Μάλιστα, στην περίπτωση του Abarth η ανοιγόμενη οροφή δεν προσφέρει μόνο επαφή με τη φύση, αεράτη διάθεση και ηλιόλουστες βόλτες, αλλά σε φέρνει πιο κοντά στους ήχους της σπορ εξάτμισης με τις δύο απολήξεις και του 1.400άρη Turbo Jet των 140 ίππων. Εμφανισιακά, εκτός από τα σπόιλερ και τις πανέμορφες (έξτρα) ζάντες 17 ιντσών σε ρομβοειδές μοτίβο (διαθέσιμες και σε άσπρο), στην ξεχωριστή εικόνα του ανοιχτού Abarth 500 συμβάλλει και η διχρωμία του αμαξώματος – για πρώτη φορά διαθέσιμη σε “πεντακοσαράκι”.
Ανοιχτό σε… προκλήσεις
Ανάλογη είναι η εικόνα και στο εσωτερικό, όπου κυριαρχεί το ξεχωριστό στυλ, οι χλιδάτες επενδύσεις και οι σπορ πινελιές. Οι χώροι δεν είναι στα ατού του μικρού Abarth – εμπρός είναι αρκετοί για δύο, πίσω μικροί για άλλους δύο και το πορτμπαγκάζ των 185 λίτρων δεν προσφέρεται για πολλά πολλά. Το ίδιο ισχύει για την πρακτικότητα. Ενδεικτικό είναι πως, με ανοιχτή την οροφή, αφενός η ορατότητα προς τα πίσω πάει περίπατο, αφετέρου το πορτμπαγκάζ δεν ανοίγει άνετα. Μέτρια είναι και η θέση οδήγησης και αν ζητούσα να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο, αυτό θα ήταν να χαμηλώσει το κάθισμα, αν και τελικά μετά τα πρώτα χιλιόμετρα βολεύεσαι κάπως. Κατά τα άλλα, το τιμόνι με το κόψιμο στο κάτω μέρος πέφτει ιδανικά στα χέρια σου, οι ενδείξεις είναι συγκεντρωμένες όλες σε ένα μεγάλο κυκλικό όργανο μπροστά σου και, αν ψάξεις λίγο πιο αριστερά, θα βρεις και το ξεχωριστό οργανάκι για την πίεση του τούρμπο.
Αυτό που δεν πρόκειται να βρεις όσο κι αν ψάξεις, είναι μοχλός για το κιβώτιο στη κεντρική κονσόλα. Στη θέση του υπάρχουν μερικά κουμπιά, μέσω των οποίων χειρίζεσαι το «Abarth Competizione» με το οποίο το Abarth 500C εξοπλίζεται στάνταρ και αποκλειστικά. Πρόκειται για ένα ημιαυτόματο κιβώτιο 6 σχέσεων με χειριστήρια (paddles) πίσω από το τιμόνι για χειροκίνητες αλλαγές. Εννοείται πως, εκτός από τη σειριακή λειτουργία μέσω των paddles, προσφέρει και αυτόματη λειτουργία για τις χαλαρές σου βόλτες. Και στις δυο περιπτώσεις μπορεί να επιλεγεί το sport πρόγραμμα που επεμβαίνει στην ταχύτητα εναλλαγής των σχέσεων. Χρήσιμο gadget τόσο για τη σπορ οδήγηση όσο και για την εξοικονόμηση καυσίμου είναι το GSI (Gear Shift Indicator), που σε προτρέπει με κατάλληλη φωτεινή ένδειξη να αλλάξεις σχέση ανάλογα με το πρόγραμμα οδήγησης που έχεις επιλέξει. Στην κανονική λειτουργία προτείνει αλλαγές με σκοπό την εξοικονόμηση καυσίμου, ενώ στη Sport για την επίτευξη καλύτερων επιδόσεων.
Το τσίμπημα του σκορπιού
Κάτω από το μικρό εμπρός καπό φωλιάζει ο ο τετρακύλινδρος 16βάλβιδος, υπερτροφοδοτούμενος T-Jet των 1.368 κ.εκ. Με απόδοση που φτάνει τους 140 ίππους και τα 206 Nm (τιμή με το overboost στη λειτουργία Sport), οι επιδόσεις του ανοιχτού Abarth 500 είναι αρκετά… φαρμακερές: 0-100 km/h σε 8,1 sec και τελική ταχύτητα 205 km/h. Στην πράξη, το μοτέρ είναι ψυχωμένο και κινεί σβέλτα το μικρό αλλά βαρύ (1.160 kg), τηρουμένων των αναλογιών, Abarth 500C. Βέβαια, όπως είναι φυσικό, ο καλός του εαυτός βγαίνει στην επιφάνεια όταν επιλέξεις τη λειτουργία Sport, η οποία εκτός από την υποβοήθηση στο τιμόνι, μεταβάλλει τη χαρτογράφηση του εγκεφάλου και την πίεση υπερπλήρωσης. Ακόμη και το κιβώτιο σε προδιαθέτει να επιλέξεις το sport mode και τη χειροκίνητη λειτουργία. Εκεί ανταποκρίνεται καλύτερα, εκτελώντας σβέλτα τις αλλαγές, αν και για να είναι και ομαλές πρέπει να σηκώνεις ελαφρώς το πόδι σου από το γκάζι. Στην αυτόματη normal λειτουργία δείχνει αργό και έξω από τα νερά του, κρατώντας τη σχέση παραπάνω απ’ ότι θα ήθελες.
Στο δρόμο, το “Αμπαρτάκι” είναι σκέτη απόλαυση. Στην ευθεία κρατά με άνεση υψηλή μέση ωριαία ταχύτητα και μόνο σε δυνατό φρενάρισμα νιώθεις την ουρά να ελαφραίνει, χωρίς όμως δυσάρεστα επακόλουθα. Στις στροφές το οδηγείς κυρίως με το γκάζι. Δεν ακολουθεί τη σύγχρονη συνταγή των GTI που απλά στρίβεις το τιμόνι και ένα σύνολο καινοτόμων μηχανικών λύσεων και ηλεκτρονικών βοηθημάτων αναλαμβάνουν να εκτελέσουν σχεδόν απαρέγκλιτα την εντολή σου. Είναι μια μικρή βολίδα που προσφέρει οδηγική ευχαρίστηση με τρόπο απλό και ανόθευτο. Εδώ νιώθεις κάθε στιγμή το ζωντανό τιμόνι και είσαι εσύ ο καταλύτης που συμβάλλει στο να ξεδιπλώσουν τις αρετές τους μοτέρ και πλαίσιο. ΟΚ, το ESP που δεν απενεργοποιείται δεν σου αφήνει τον πλήρη έλεγχο, δεν είναι όμως και ο μπαμπούλας που καραδοκεί για να σε επαναφέρει στο δρόμο της “τάξης και ηθικής” με το παραμικρό. Σε αφήνει να παίξεις και να το απολαύσεις, δίνοντας αρκετό περιθώριο πριν επέμβει, χάρη και στη δυνατότητα να στείλεις για ύπνο τουλάχιστον την αντισπίν υπόστασή του (ASR). Στο καλό κράτημα συμβάλλει διακριτικά και το Torque Transfer Control (TTC) που ελέγχει σαν ένα ηλεκτρονικά ελεγχόμενο διαφορικό την κατανομή της ροπής στους εμπρός κινητήριους τροχούς.
Το καλό είναι πως η άνεση δεν θυσιάζεται εντελώς στο βωμό του κρατήματος. Η ανάρτηση είναι μεν σφικτή και διαβάζει τις περισσότερες ανωμαλίες χωρίς όμως να φτάνει σε σημείο να γίνει κουραστική. Όσο για την ακαμψία, ναι, κραδασμοί σε πλαίσιο και τιμόνι υπάρχουν για να σου θυμίζουν πως πάνω από το κεφάλι σου δεν υπάρχει λαμαρίνα. Μόλις όμως στείλεις την οροφή να μαζευτεί πάνω από το πορτμπαγκάζ και έρθεις σε επαφή με το περιβάλλον, τα ξεχνάς όλα αυτά.
συμπέρασμα
Το μικρό Abarth δεν είναι το αποτελεσματικότερο μικρό GTi σε απόλυτα νούμερα, είναι όμως αυτό που σου μιλάει καλύτερα στις αισθήσεις, είτε με το σπορ του χαρακτήρα, είτε με το ξεχωριστό του στυλ, ειδικά στην ανοιχτη έκδοση 500C. Βέβαια, όλα αυτά κοστίζουν κάτι τις παραπάνω, αλλά χαλάλι του.